- ζώσης
- ζάωpres part act fem gen sg (attic epic ionic)ζῶσιςgirding onfem nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
VIVAS — ut et Vincas, acclamatum iam olim Principibus. Trebellius Pollio in Claudio, c. 18. Quum esses nuntiatum, illum cum macriano fortiter, contra gentes in illyrico, dimicâsse, acclamavit Senatus, Dux fortissime, habeas virtutibus tuis, devotioni… … Hofmann J. Lexicon universale
προφορικός — ή, ό / προφορικός, ή, ον, ΝΜΑ [προφορά] αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῡ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῡ προφορικοῡ», Πλούτ. γ. «ἀνθρωπινωτέρως… … Dictionary of Greek
γεωχημεία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της χημικής σύνθεσης της Γης. Κύριοι σκοποί της είναι: α) να καθορίσει την ποσοτική αναλογία των διαφόρων χημικών στοιχείων πάνω στη Γη, τόσο στη φυσική τους κατάσταση όσο και μέσα στις ενώσεις τους· β) να… … Dictionary of Greek
καταζωστικός — καταζωστικός, ή, όν (Α) [καταζώννυμι] 1. αυτός που ανήκει στη ζώση ή είναι κατάλληλος για ζώση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταζωστικόν έργο που αναφέρεται στον τρόπο τής ζώσης τών ιερών εσθήτων … Dictionary of Greek
πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
Ραάβ — Πόρνη που κατοικούσε στην Ιεριχώ, στο σπίτι της οποίας κατέλυσαν οι δυο κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή από τη Σατίν για να κατασκοπεύσουν την πόλη. Όταν ο βασιλιάς της Ιεριχούς τους καταζητούσε για να τους συλλάβει, η Ρ. τους έκρυψε στο … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… … Православная энциклопедия